φροντίζων

φροντίζων
φροντίζω
consider
pres part act masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • CATHOLICUS — I. CATHOLICUS dignitas et Magistratus, in Africa praesertim. Eusebius, l. 8. c. 23. Καθολικὸν τῆς Α᾿φρικῆς, et de Vita Constantim, l. 4. τὸν τῆς διοικήςεως Καθολικὸν, h. e. Consularem et Praefectum Africae, ut interpretantur Viri docti. At… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κηδωλός — (Α) (κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ φροντίζων καὶ κηδόμενος ὅλων». [ΕΤΥΜΟΛ. < κήδω + κατάλ. ωλός (πρβλ. αμαρτ ωλός, φειδ ωλός)] …   Dictionary of Greek

  • οθέων — ὀθέων (Α) (κατά τον Ησύχ.) «φροντίζων». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το ρ. ὄθομαι* «φροντίζω»] …   Dictionary of Greek

  • φροντίζω — ΝΜΑ, και αιολ. τ. φροντίσδω Α 1. μεριμνώ, ενδιαφέρομαι, νοιάζομαι για κάποιον ή για κάτι (α. «φροντίζει για την ανατροφή τών παιδιών» β. «θεοὺς εἶναι μὲν, φροντίζειν δὲ οὐδὲν τῶν ἀνθρωπίνων», Πλάτ.) 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) φροντισμένος, η, ο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”